Στο ραφτάδικο εκείνο στη γωνία, θυμάμαι ακόμα τα χνούδια πάνω στις πολύχρωμες κλωστές… τις καρφίτσες πάνω στις πελότες, τις κουβαρίστρες, τα ψαλίδια, τα μικρά σαπούνια για τα σημαδέματα στα ρούχα… πάντα μου άρεσε να παρακολουθώ και να ρωτάω… και ο κυρ Θάνος με τόση υπομονή μου απαντούσε…
«πρέπει να το αγαπάς το ρούχο για να το μεταμορφώσεις… να το σέβεσαι… να του μιλάς… να το χαϊδεύεις… έλα να σου δείξω πως περνάς στο βελόνι τη κλωστή… θα σου δώσω κι ένα κουμπί αν θες να ράψεις…»
Και εγώ τρύπωνα μέσα σε άλλα παραμύθια… με μηχανές που με τον άνεμο δουλεύαν.. με βελόνες.. με τεράστιες χρυσές κλωστές που έραβαν αστέρια στα όνειρα μου και έντυναν με βασιλικές στολές μικρές νεράιδες… νεράιδες που όλα μπορούσαν να τα αλλάξουν…
Στο ραφτάδικο εκείνο στη γωνία σαν έμπαινα, νόμιζα πως τον κόσμο όλο μπορούσα να αλλάξω… γιατί μου άρεσε σαν έβλεπα ανθρώπους χαρούμενους, που λίγο πριν κατσουφιασμένοι μπήκαν… Μπήκαν με τα παλιά και πολυφορεμένα ρούχα και θελήσαν μια αλλαγή για το παλιό να γίνει σαν λίγο από καινούργιο… Και ο κυρ Θάνος σαν μάγος του παλιού, λες και σαν μαέστρος με βελονιές για νότες, δημιουργούσε έργα μοναδικά… Γιατί κι αυτό τέχνη μεγάλη είναι… Και πράγματι ήθελε αγάπη… Και μάλλον ο κυρ Θάνος είχε μπόλικη από δαύτη…
Στο ραφτάδικο εκείνο στη γωνία που χάριζε ζωή στα ξεχασμένα ρούχα και χαμόγελα σε ρυτιδιασμένα πρόσωπα.. σε εκείνο το ραφτάδικο έμαθα πως ακόμη και κάτι τις πολύ μικρό, σαν μια κορδέλα κι ένα κουμπί, μπορεί να σου αλλάξει κάτι που βαριέσαι… μονάχα κάτι τις πολύ μικρό…
Μικρό μα ικανό… να κάνει το παλιό να δείξει ξανά σαν λίγο από καινούργιο…